- προσπαραλαμβάνει
- πρόσ-παραλαμβάνωreceive frompres ind mp 2nd sgπρόσ-παραλαμβάνωreceive frompres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσπαραλαμβάνω — Α 1. λαμβάνω, παίρνω κάποιον ή κάτι ακόμη 2. περιέχω, περικλείω («ἡ ἔννοια τὴν οὐσίαν οὐ... προσπαραλαμβάνει», Πλωτ.) 3. μεταχειρίζομαι κάτι ακόμα … Dictionary of Greek